Μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα παίζει το γνωστό διαδικτυακό παιχνίδι " The second life"
...αγαπά πολύ την εικόνα που έχει...
κάποια στιγμή μπερδεύεται...
που είναι η αλήθεια...
που η εικονική πραγματικότητα...
αποφασίζει να βάλει τέρμα στη ζωή της...
Ξάφνου βρίσκεται στην εντατική με την καρδιά της να παλεύει και παλεύει μέχρι που σταματά...
προσεύχεται για μια δεύτερη ευκαιρία και ένας άγγελος από τη Μυτιλήνη εμφανίζεται...
ο Ταξιάρχης Της προσφέρει μια δεύτερη ευκαιρία...
με τρεις όρους...
θα προλάβει...
θα μπορέσει η Ζέφη να γυρίσει πίσω; θα καταφέρει να κερδίσει τη ζωή της από την αρχη;...
...Κοιτάζω ψηλά και βλέπω τον ουρανό. Μια ολόλαμπρη πανσέληνος στέκει από πάνω μας.
Η Ματρώνα σταματά και γυρνά προς το μέρος μου.
« Πιάσε με» μου λέει απλώνοντας το χέρι της
« Γιατί;»
« Μην φοβάσαι... πλησιάζουμε...»
« Επιτέλους...»
« Απλά, θα πρέπει να περάσουμε πρώτα από τη γέφυρα των χαμένων στιγμών...»
« Γέφυρα;»
« Είναι μπροστά μας» λέει και μου δείχνει ένα μικρό, πέτρινο πέρασμα.
« Χαμένων στιγμών;»
« Ναι...»
«Και γιατί μου το αναφέρεις; Είναι δύσκολο το
πέρασμα;»
« Δεν θα πρέπει να κοιτάς δεξιά και αριστερά...
Θα πρέπει να φορέσεις και αυτή τη μάσκα οξυγόνου» μου λέει, προσφέροντάς μου μία μακρουλή, πλαστική λευκή μάσκα.
« Γιατί;»
« Η αισιοδοξία είναι το οξυγόνο του ουρανού...»
« Ορίστε;»
« Ζέφη, μη ρωτάς, απλά, φόρεσέ την και δώσε
μου το χέρι σου, περνάει ο χρόνος μας.»
« Εσύ δεν θα φορέσεις μάσκα;»
« Δεν τη χρειάζομαι, έλα γρήγορα!»
Με γρήγορες κινήσεις, φορώ τη μάσκα και αγγίζω το χέρι της. Για λίγα δευτερόλεπτα τα βλέμματα μας συναντιούνται. Αν και η ασχήμια του προσώπου της μου προκαλεί φόβο, τα μάτια της
είναι τόσο ζεστά που μου δημιουργούν ένα ασυνήθιστο αίσθημα ασφάλειας.
Μπαίνουμε κάτω από την πέτρινη γέφυρα και αρχίζουμε να τη διασχίζουμε. Το κορίτσι, σφίγγει τα μάτια της και με τραβάει να πάμε πιο γρήγορα. Και εκεί που αναρωτιέμαι γιατί δεν πρέπει να κοιτάξουμε δεξιά κι αριστερά, φωνές ακούγονται...
« είμαι η Μαρία...»
«είμαι ο Σταύρος...»
« είμαι η Χριστίνα...»
«είμαι η Τόνια...»
«η Αριάδνη...»
« όχι εδώ... κοιτάξτε... είμαι ο Νίκος, κοιτάξτε με, σας
παρακαλώ...»
« ο Μιχαήλ, εδώ... εδώ, έχω ανάγκη από την προσοχή
σας...»
« Σας παρακαλούμε, η Ναταλία είμαι, εμένα κοιτάξτε,
αφήστε τους άλλους, εμένα..»
Οι φωνές γίνονται τόσο έντονες, που αρχίζουν να πνίγουν την ατμόσφαιρα. Δεν αντέχω, στρίβω το κεφάλι μου, ψάχνοντας να βρω την πηγή τους. Και εκεί, που γυρίζω, βλέπω τον τοίχο, σαν μια τεράστια οθόνη αφής, να είναι γεμάτος από δεκάδες ζευγάρια υγρά μάτια.
« Μην κοιτάς!» στριγγλίζει η Ματρώνα και μου τραβά το
χέρι, κάνοντας τις αναπνοές μου πολύ γρήγορες.
Τα παρακάλια τους μετατρέπονται σε κραυγές και εγώ αισθάνομαι τα πόδια μου να χάνουν την βαρύτητά τους. Νομίζω, ότι θα σωριαστώ στο δάπεδο. Ξεσπάω σε αναφιλητά και κοντοστέκομαι.
«Σ΄ έχουμε ανάγκη, μη μας ξεχνάς... είμαι η Μαρία... ο
Σταύρος... η Χριστίνα... είμαι η Τόνια..., η Αριάδνη...»
« Πάψτε!» φωνάζει η Ματρώνα και σπρώχνοντας την
μέση μου, προσπαθεί να ενεργοποιήσει τα πόδια μου.
«Λίγο ακόμα Ζέφη, τρέξε, σε λίγο θα΄μαστε έξω...»
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.