Είναι μια απ’ τις δύσκολες νύχτες που το ράδιο παίζει και το κρασί κυλά. Έξω απ’ το διαμέρισμα της οδού Ντιμίτριεφσκα 13 στο Κίεβο, την πρωτεύουσα της μακρινής Ουκρανίας, χιονίζει.
Η Εύη σέρνεται από δωμάτιο σε δωμάτιο, παριστάνοντας την ευτυχισμένη σύζυγο και μητέρα, σε μια χώρα μίζερη που σκάβει λάκκο και θάβει το πεθαμένο της εγώ. Γελάει και κρύβει πληγές. Σαν γυναίκα υποταγμένη, τη διατάζουν τα γονίδιά της να υπομένει. Υποτάχθηκε απ’ τον ίδιο της τον εαυτό, τη στιγ μή που είπε: ναι, θα ’ρθω κι ας μη θέλω. Με σπίρτο την ανάγκη να μην αφήσει μόνους τους οικείους της, άναψε φλόγες γύρω της που φούντωσαν πολύ. Δε μπορεί πια να δραπετεύσει, κι αυτοκτονεί με τo ίδιο της το κεντρί, σκορπιός σ’ απόγνωση!
Τους αγαπά τους δικούς της. Τους λατρεύει. Όμως, έχει ξεχάσει ν’ αγαπά τον εαυτό της! Η μέρα της, είναι φαρδιά σαν ρούχο τρία νούμερα μεγαλύτερο. Πώς να τη γεμίσει! Θέλει να σβήσει τους κανόνες απ’ το κιτάπι της ζωής.
Μα η ζωή είναι η μεγαλύτερη σπασίκλα. Δεν αφήνει κανέναν ν’ αντιγράψει απ’ την κόλλα της. Κι αν πας ν’ αλλοιώσεις τη βαθμολογία που αυτή σου ’βαλε με το έτσι θέλω, σε καρφώνει και δικάζεσαι.
Θα περάσει πολλά η Εύη στην παγωμένη χώρα του Βορρά. Θα βγει πληγωμένη από συμπληγάδες, ίντριγκες και καταστάσεις και θα νιώσει πως δεν μπορεί να τις αντέξει. Θα μετρηθεί με θεριά ψυχής. Θα τρέξει να γλυτώσει από ανθρώπους-θεριά, που απειλούν να την αφανίσουν. Θα μετρηθεί με έρωτες απελπισμένους.
Ανοίγει το παράθυρο. Ο παγωμένος αέρας δροσίζει το φλογισμένο της πρόσωπο. «Υπάρχει κάνας άγγελος ή διάολος, ή όποιος θέλει ας είναι», φωνάζει «να μου δείξει και μένα πως θα ’ταν η ζωή μου αν ακολουθούσα τα όνειρά μου; Υπάρχει;» Νιώθει πως ήταν πλασμένη γι’ άλλα πράγματα. Και είναι σίγουρη πως έτσι νιώθουν κι άλλοι. Μα ο δρόμος δεν έχει γυρισμό. Ή έχει;
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.