Πόσο μόνη ήταν και πόσο μόνος ήταν και ο Ντίνος. Τον φαντάστηκε κι αυτόν να διαβάζει κάτι για να τον πάρει ο ύπνος, θα έπρεπε να ήταν πολύ κουρασμένος, τόσες ώρες που κυκλοφορούσε έξω από το σπίτι. Κι όταν θα γερνούσε περισσότερο τι θα έκανε; Όταν θα σταματούσε να δουλεύει; Θα ήταν πάλι τόσες ώρες έξω από το σπίτι, χωρίς άλλοθι;
Κι οι δυο είχαν ένα κοινό. Ένα κάτι που τους ανύψωνε, τους καταβύθιζε και κάποτε τους απομάκρυνε ανελέητα. Ένα κάτι που έκανε τη βεβαιότητα θαμπή και την ασφάλεια αβέβαιη. Και η Εύη μελαγχόλησε ακόμη περισσότερο γιατί λυπήθηκε και τον εαυτό της και τον Ντίνο. Έμεινε πολλή ώρα ξάγρυπνη εκείνην τη νύχτα και οι δικογραφίες που κουβάλησε από το γραφείο για να την συντροφεύσουν στο σπίτι είχαν μείνει στον χαρτοφύλακα που τώρα έβλεπε το σκοτεινό του όγκο επάνω στο γραφείο, μισάνοιχτο και ξεχειλισμένο με χαρτιά. Άκουγε τον περιοδικό ήχο του ρολογιού, έβλεπε τη σκοτεινή σκιά του και ούτε που της περνούσε από μυαλό ότι αν χώριζε, τα ίδια πράγματα θα έκανε πάλι τα βράδια. Η μόνη διαφορά, ο Ντίνος δεν θα γυρνούσε τα βράδια.
Σηκώθηκε, βγήκε στο σαλόνι και άναψε όλα τα φώτα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]