ΦΟΒΟΣ
Άλλαζε συνεχώς πλευρό μέσα στον ύπνο
Ωραίος πάντα, μες στους αιώνες, έφηβος
Ανάκατα σεντόνια τον τυλίγανε
Πάλλευκα οθόνη
Όπου προβάλλονταν σκηνές
Από `να έργο λαβυρίνθου:
Στοές μέσα σε στοές
Ατελείωτες, μισοσκότεινες
Που οδηγούσαν; Άγνωστο.
Σπασμένοι αγωγοί νερού
Υγρά αδειανά κελιά
Χάσκανε πόρτες ανοιχτές
Σταγόνες αντηχούσαν.
Απόμακρη, απόκοσμη,
Ακούσθη φωνή να λέει:
- Εδώ που ήλθες δε θα βγεις
Φόβο με λένε, κι όσοι
Παλέψανε μ` εμένα
Μες στο σκοτάδι πάν` χαμένοι.
Κι άλλοι που ξεφύγανε
(Νομίζανε ότι είχανε ξεφύγει)
Σε σκλαβιές που `χει η ζωή
Ξεπέσανε και πάνε:
Η πρώτη πίστη ονομάζεται
Τη δεύτερη, ελπίδα τήνε λένε
Της Σφίγγας άρρητο μυστικό και
Αίνιγμα, η τρίτη παραμένει.