«Ο πρώτος μου μεγάλος έρωτας ήταν η Κατερίνα. Εγώ ήμουν τεσσάρων. Εκείνη μελαχρινή. Υπήρξαν και άλλες πιο πριν, αλλά η Κατερίνα τις έσβησε από τη μνήμη μου. Η σχέση μας ήταν θυελλώδης, μα κράτησε λίγο. Στα νήπια γνώρισα τη Φαίδρα. Με συνεπήρε η αθωότητά της και ο τρόπος που καθόταν πάντα με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στα γόνατα. Αυτό πρόδιδε εσωτερική τάξη και πειθαρχία. Η Φαίδρα διέφερε από όλες όσες είχα γνωρίσει μέχρι τότε. Ήταν κοπέλα για σπίτι και οικογένεια. Αμέσως ήξερα ότι ήθελα να την παντρευτώ. Αλλά, αν ο γάμος είναι η φυσική κατάληξη μιας σχέσης, η δική μας ούτε καν άρχισε.»
Ο Αλέξης, τριανταπεντάρης λέκτορας της Φιλοσοφίας, αποσύρεται μήνα Ιούλιο σε μια παραλία, για να γράψει. Μόλις έχει λήξει άδοξα η σχέση του με τη Νόρα, μια υπέροχη γυναίκα, μεγαλύτερή του. Δεν είναι η πρώτη υπέροχη γυναίκα ούτε το πρώτο άδοξο τέλος. Αυτές τις ιστορίες πάθους και λάθους θέλει να καταγράψει, σε μια απόπειρα αυτογνωσίας. Ενώ μία προς μία ζωντανεύουν οι ιστορίες του παρελθόντος, το παρόν διεκδικεί την προσοχή του Αλέξη στο πρόσωπο μιας γοητευτικής γυναίκας, της Δάφνης, που εγκαθίσταται στο διπλανό μπάνγκαλοου. Μια ζεστή, διαλεκτική σχέση θα ξεκινήσει. Τώρα, στις σελίδες του Αλέξη τα νήματα του παρελθόντος και του παρόντος ξετυλίγονται παράλληλα. Επιπλέον, το μέλλον διαγράφεται αμυδρά ως προοπτική μιας σχέσης που μόλις ξεκίνησε.