Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, στο πλαίσιο της σειράς `Βιογραφίες Πολιτικών`, παρουσιάζει τον τρίτο τόμο που βιογραφεί τον Γιώργο Θεοτοκά.
Πρόθεση του βιβλίου είναι να καλύψει ένα κενό στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας, που αφορά το ρόλο της ελληνικής διανόησης στη διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων και ρευμάτων στην πρόσφατη ελληνική ιστορία και κοινωνία. Και αυτό, γιατί ο Γιώργος Θεοτοκάς αν και δεν διεκδίκησε μια παραδοσιακά `πολιτική` ηγετική θέση στην ενεργό πολιτική σκηνή της Ελλάδας, με την ακριβή σημασία του όρου -εξάλλου, τη μοναδική φορά που υπέβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής με τις κεντρώες δυνάμεις στη Λέσβο, στις εκλογές του 1956, δεν εξελέγη-, ωστόσο, με τις ιδέες, τις θεωρίες, τα κείμενά του και το σύνολο των κοινωνικών του παρεμβάσεων βρέθηκε πάντα στο κέντρο του δημόσιου διαλόγου, από την εποχή του Μεσοπολέμου έως το θάνατό του, το 1966. Η μελέτη δεν εξετάζει την αξιόλογη λογοτεχνική πορεία του Θεοτοκά (καθώς υπάρχουν μελέτες που έχουν καταπιαστεί με αυτήν), αλλά προσπαθεί να αφηγηθεί την `πολιτική` πορεία ενός από τα σημαντικότερα πνεύματα της σύγχρονης Ελλάδας, με βάση τις πρωτογενείς πηγές, που αποτελούν η αρθρογραφία, τα δοκίμια και το ημερολόγιό του.
Από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια εντάσσεται στο κίνημα του δημοτικισμού, για να παραμείνει σε όλη τη ζωή του ακραιφνής υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας. Από πολύ νωρίς επίσης εκφράζει την αμφισβήτησή του για τις πνευματικές αξίες της εποχής του και προτάσσει την ανάγκη για αλλαγή και αναγέννηση της νεοελληνικής νοοτροπίας και κουλτούρας. Ανήσυχο πνεύμα βρέθηκε στο κέντρο των αναζητήσεων της «γενιάς του `30» και του διαλόγου περί «ελληνικότητας». Οι δραματικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις σε ελληνικό και διεθνές πεδίο (μεταξική δικτατορία, Β` Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική περίοδος) σφράγισαν την πνευματική πορεία του Θεοτοκά και καθόρισαν τις θέσεις και τις απόψεις του. Πολέμιος κάθε ολοκληρωτισμού, προέβαλλε πάντα τις ακλόνητες θέσεις του περί προσωπικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ υποστήριξε σθεναρά τον κεντρώο πολιτικό χώρο. Υπήρξε αμετάπτωτος θιασώτης της δυτικής επιλογής της Ελλάδας, σε μια προοδευτική όμως Δύση όπου το όραμά του για προσωπική ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Τα τέλη της δεκαετίας του 1950 σηματοδότησαν μια ουσιαστική καμπή στην πνευματική του πορεία, που είχε να κάνει με τη στροφή του προς το χριστιανισμό και, κυρίως, την ορθοδοξία, στροφή που δεν πρέπει να ήταν άσχετη με το θάνατο της γυναίκας του το 1959. Η στροφή αυτή πάντως δεν αλλοίωσε την εικόνα της συνολικής πνευματικής του πορείας. Μεμφόμενος τη Δύση ότι έχει απολέσει το αξιακό της υπόβαθρο, υποστήριξε την επιστροφή στις αξίες που εκφράζονται από την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, επικρίνοντας όμως ταυτόχρονα τόσο την ελληνική κοινωνία για την αντίστοιχη απώλεια αξιών, όσο και την Εκκλησία για την αδυναμία της να εκσυγχρονίσει την ορθόδοξη παράδοση.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]