`ΟΝΟΜΑ`:
Αν Άννα σε λένε, Δώρα, Ελεονόρα,
θα σκύψω ενώ τώρα, πλάι να βρεθώ.
Μέσα στην ξύλινη της ψυχής σου βαλίτσα
χρώματα θα βάλω (άσπρο και πράσινο)
πάντα να `σαι εδώ.
Ίσως τότε την κρυφή νιώσεις ελπίδα, μια γλυκιά πατρίδα,
εύλογα μικρή.
Άψογη αυγή δίπλα θ` ανατείλει και το γκρίζο δείλι
- ταλαιπωρία κάπου, κάπως, κάποτε - λησμονιά θέλει γενεί.
Μαύρο πουλί στο τραπέζι πάνω, να πετάξει έτοιμο
και να σε Μαρία ονομάσει αληθινή.