`Ως πολιτική διανοήτρια, όπως και σε όποιο άλλο πεδίο, η Σιμόν Βέιλ δεν μπορεί να ταξινομηθεί σε κάποια κατηγορία. [...] Από τη μια υποστήριζε παθιασμένα τους απλούς ανθρώπους και ιδίως τους καταπιεσμένους - όσους καταπιέζονταν από τη μοχθηρία και την ιδιοτέλεια και όσους καταπιέζονταν από τις ανώνυμες δυνάμεις της μοντέρνας κοινωνίας. Είχε εργαστεί σε εργοστάσιο της Ρενό, είχε εργαστεί ως αγρότισσα, για να μοιραστεί τις ίδιες συνθήκες ζωής με τους ανθρώπους της πόλης και της υπαίθρου. Από την άλλη, ήταν εκ φύσεως μοναχική και ατομικίστρια, ένιωθε βαθιά φρίκη για ό,τι αποκαλούσε συλλογικότητα - το τέρας που δημιουργήθηκε από τον μοντέρνο ολοκληρωτισμό. Νοιαζόταν ιδίως για τις ανθρώπινες ψυχές. [...] Δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αντιδραστική ούτε ως σοσιαλίστρια.
Το παρόν βιβλίο ανήκει σ` εκείνη την κατηγορία των προοιμίων στην πολιτική, που οι πολιτικοί σπανίως διαβάζουν και τα οποία οι περισσότεροι εξ αυτών θα ήταν απίθανο να κατανοήσουν ή να αντιληφθούν τον τρόπο εφαρμογής τους. [...] Είναι ένα από εκείνα τα βιβλία που μελετούν οι νέοι πριν χάσουν την άνεση χρόνου που διαθέτουν και πριν καταστρέψει την ικανότητά τους να σκέφτονται μια ζωή προεκλογικών αγώνων και ενδημίας στο νομοθετικό σώμα, είναι ένα από τα βιβλία η επίδραση των οποίων θα φανεί, όπως μπορούμε απλώς να ελπίζουμε, στη νοοτροπία μιας άλλης γενιάς`.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]