Ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι, μερικοί τυπογραφικοί χαρακτήρες από ξύλο ή μολύβι, ένα πιεστήριο σαν εκείνο που ίσως χρησιμοποιούσε και ο Γουτεμβέργιος: είναι το εργαστήρι του Χοσέ Φρανσίσκο Μπόρχες στο χωριό Μπεσέρος της βορειοανατολικής Βραζιλίας, στην ενδοχώρα.
Μυρωδιά από μελάνι και ξύλο. Τα δεμάτια οι ξύλινες πλάκες περιμένουν τη σειρά τους, ενώ τα φρέσκα χαρακτικά, που μόλις έχουν πάρει μορφή, στεγνώνουν κρεμασμένα στα σύρματα. Ο Μπόρχες με κοιτάει δίχως να λέει τίποτα, το πρόσωπό του ίδιο χαρακτικό. [...] Πάω στο εργαστήρι του για να του προτείνω να συνεργαστούμε. Του εξηγώ το σχέδιό μου: εικόνες δικές του, τα χαρακτικά του, και λέξεις δικές μου. Σωπαίνει. Εγώ εξακολουθώ να μιλώ, να μιλώ, να δίνω εξηγήσεις. Κι εκείνος, τίποτα.
Και αυτό συνεχίζεται, μέχρι που ξαφνικά αντιλαμβάνομαι ότι από τις λέξεις μου, λείπει η μουσική. Φυσάω σε σπασμένο φλάουτο. Ό,τι δεν έχει γεννηθεί δεν μπορείς να το εξηγήσεις, δεν γίνεται αντιληπτό: το αισθάνεσαι, το νιώθεις να πάλλεται, μόνο όταν σκιρτήσει. Τότε σταματώ να εξηγώ κι αρχίζω ν` αφηγούμαι. Του αφηγούμαι τις ιστορίες με τα συναρπαστικά και τα τρομερά που συγκέντρωσα και θέλω να καταγράψω, τις φωνές όλων εκείνων που αντάμωσα στον δρόμο μου, τα όνειρα που έκανα ξύπνιος, γεγονότα παραληρηματικά, και παραληρήματα που έγιναν πραγματικότητα, τις περιπλανώμενες λέξεις που βρήκα, ή που με βρήκαν. Του αφηγούμαι τις ιστορίες, κι έτσι γεννήθηκε τούτο το βιβλίο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]