Δεν ήξερε ο Οιδίπους
τι δρόμους του άνοιγε η Σφίγγα
με τη λύση
Τι θ` αντίκρυζε, της τύχης γιος
στης δόξας το στεφάνι που του `ταξε η μοίρα
Ποια ποτάμια μαύρα θα περνούσε
τι μαύρο τα μάτια του θα ζούσαν
Αν στον τρόμο του μπροστά της
λύση δεν είχε
ίσως η ζωή του ως εκεί
δίχως Κολωνούς και Θήβες να ευτυχούσε
Δε θα τον περίμενε ξανά η Σφίγγα
δίχως αίνιγμα πια τώρα
μες στο άδειο της βαθύ
να τον βυθίσει