Ο Γιάννης Αρχοντής -το ατίθασο αγόρι των Διπλωμένων φτερών, το υποταγμένο παιδί του Θολού βυθού- στο Φως της Φονιάς, μετά την περιπλάνηση οκτώ χρόνων, επιστρέφει ως ξένος στο νησί του. Τελειώνει, έτσι, η μικρή `Οδύσσεια` στον έξω κόσμο, για να αρχίσει η οδυνηρή οδοιπορία του στους δικούς του λαβυρίνθους, καθώς πρέπει τώρα να μεταμορφωθεί από `παιδί της βασίλισσας` και πάλι σε γιο του αντάρτη.
Όσο ο μοναχικός έφηβος αγωνίζεται να γνωρίσει τον εαυτό του και να ορίσει τη μοίρα του, θα στοιχειώνουν τις μέρες του η αμφίθυμη σχέση με έναν πατέρα που αναδύεται `σαν σκιά από τον Άδη` και το κρυφό σαράκι ενός αγνού και ανεκπλήρωτου έρωτα πάνω στον κόκκινο βράχο μιας θρυλούμενης κουρσάρικης σφαγής, τον κάβο της Φονιάς. Ακόμη βαθύτερα, στη δυστοπία μιας άξενης πολιτείας, έχει αρχίσει να κατέχεται από την αλλόκοτη εμμονή να εκπληρώσει κάποτε το `συγγραφικό πεπρωμένο` του - φαντασίωση που η πνοή μιας μοιραίας φιλίας θα της προσδώσει το νόημα `εντολής`.
Τα τρία φωτεινά καλοκαίρια του στο νησί, κοντά στους ταπεινούς ξωμάχους, δίπλα στις δύο γνωστικές γερόντισσες και τον τυφλό γέρο που έβλεπε το αόρατο, δεν είναι γι` αυτόν παρά τα πρώτα μαθήματα αληθινής ζωής και ελευθερίας, η αρχή της μύησής του σ` έναν κόσμο σκληρό και άγνωστο. Στην πυρωμένη πέτρα της `μεγάλης κοιλάδας`, τα ερημικά ξωκλήσια και τα φτωχικά καλύβια, στη νυχτερινή σιγή του δάσους, τη βοή του αγέρα και τον αχό του πελάγους συλλαβίζει το ξεχασμένο παιδικό του αλφαβητάρι.
Το Φως της Φονιάς, το τελευταίο μέρος της τριλογίας, με μιαν επική αφήγηση αποτυπώνει την ελληνική κοινωνία κάτω από τον βαρύ ίσκιο του Εμφυλίου, στην τραγική δεκαετία 1949 - 1959, όταν οι διώξεις και η εξαθλίωση οδηγούν στη `μεγάλη έξοδο` από τη χώρα. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνθρωποι μιας μυθικής πια εποχής μοιάζει να αποδοκιμάζουν σιωπηρά την απληστία και την πλησμονή, να χλευάζουν σχεδόν τη μαλθακότητα και την αφροσύνη των επιγόνων τους.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]