Θέλω να γίνω, άμα μεγαλώσω, πρώτα νοσοκόμα και μετά `περσόνα νον ντάντα`. Εμείς, ντανταϊστές γεννηθήκαμε και ντανταϊστές θα πεθάνουμε. Η νταντά της παιδικής μου φαντασίωσης ήτανε αφράτη και στρουμπουλή, μου έφτιαχνε την αγαπημένη μου τούρτα με φράουλες και αίμα και μου τραγούδαγε τη φθινοπωρινή σονάτα, όταν ακουμπούσα το κεφαλάκι μου στα μαξιλαρένια βυζιά της. Αυτή μου έμαθε την απλή μέθοδο των τριών ιεραρχιών που κουβαλάνε οι τρεις μάγισσες με τα δώρα: το χρόνο, την τέχνη και το θάνατο. Με δίδαξε τη μεταβατική ιδιότητα της αγάπης που δεν την κρατάς για πάρτη σου, τη μοιράζεις και απολαμβάνεις τη μοναξιά σου.
Με σάλιο και υπομονή, ο φόβος γίνεται πουλί. Πουλί, λαγός και προπομπός, πυξίδα για φυγάδες, που το αμολάνε πριν διαβούν κι αυτοί τις συμπληγάδες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]