Μπορούμε να έχουμε πίστη και `καλές ελπίδες` ότι το εγχείρημα μιας ερμηνευτικής προσέγγισης των Νόμων του Πλάτωνος θα έχει σήμερα κάποια ανταπόκριση στο ευρύτερο ελληνικό κοινό, που δέχεται καθημερινά από την τηλεόραση και τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο καταιγιστικά μηνύματα επίπλαστης λάμψης και αμφίβολης προοδευτικότητας, με αποτέλεσμα όχι μόνο να απεμπολεί αστόχαστα τις διαχρονικές αξίες του ελληνικού πνεύματος, όπως αποκρυσταλλώθηκαν στα κείμενα της κλασικής γραμματείας, αλλά και να καθοδηγείται επιτηδείως ώστε να `ταξινομεί` στις τελευταίες θέσεις των `Μεγάλων Ελλήνων` τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη;
Ή μήπως εθελοτυφλούμε αθεράπευτα και καλλιεργούμε ανεπίγνωστα αυτάρεσκες προσωπικές πίστεις και προσδοκίες για την αναγκαιότητα τάχα να ξαναπιάσουμε το νήμα της αρχαιοελληνικής σκέψης και να μπολιάσουμε με ό,τι πιο ζωτικό και δυναμογόνο τον εθνικό κορμό, που στέκεται με τις ρίζες μετέωρες, άθυρμα των καιρών και των ανέμων της παγκοσμιοποιημένης εποχής μας, που τείνει να καταστήσει τη ζωή μας άγονη, ανερμάτιστη, αθέμιστη και βάναυση;
Η πραγματοποίηση, βέβαια, της παρούσας εργασίας θέλει να υπερβεί την απαισιοδοξία που αποπνέουν τα προηγούμενα αναρωτήματα, με εδραία την πεποίθηση ότι όχι μόνο δεν είναι χαμένος χρόνος η αναστροφή με τα κλασικά κείμενα, και κατεξοχήν με την πλατωνική σκέψη, όπως αποτυπώνεται στο τελευταίο και πιο εκτεταμένο έργο του φιλοσόφου, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί δυναμογόνο πηγή και στέρεη βάση για τη συγκρότηση της δικής μας σκέψης και της δικής μας ζωής προς ορίζοντες ευρύτερους, πέρα και πάνω από νεφελώδη -μοντέρνα και μεταμοντέρνα- προκατασκευασμένα και τεχνηέντως διαφημιζόμενα προϊόντα, που διεκδικούν στο όνομα της προόδου την εγκυρότητα δήθεν αληθειών και προταγμάτων ηθικών, πολιτικών, κοινωνικών. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]