Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Σεβαστό κοινό... (Παύση.) Όχι, όχι "σεβαστό" κοινό - κοινό σκέτα. Κι αυτό δε σημαίνει πως ο συγγραφέας δε θεωρεί το κοινό σεβαστό. Κάθε άλλο. Πίσω όμως απ` αυτή την προσφώνησή του φαίνεται πως υπάρχει κάποιο χτυποκάρδι ή, ας πούμε, μια έκκληση για να φανεί το ακροατήριο μεγαλόψυχο για την υπόκριση των ηθοποιών και με τη μαστοριά του θεατρικού παιχνιδιού. Ο ποιητής δε ζητάει επιείκεια, ζητάει προσήλωση - μιας κι έχει πηδήξει πια, εδώ και πολύν καιρό, τον αγκαθωτό φράχτη του φόβου, που χωρίζει το συγγραφέα απ` τους θεατές. Ο ανόητος τούτος φόβος και η κατάντια του Θεάτρου, που γίνεται φορές φορές εμπόριο, έκανε την ποίηση να τραβηχτεί απ` τη σκηνή, ζητώντας άλλους τόπους - τόπους όπου οι άνθρωποι να μη σκιάζονται ν` αντικρίσουν ένα δέντρο να γίνεται σύννεφο καπνού ή τρία μονάχα ψάρια να πολλαπλασιάζονται -με τα μάγια μιας λέξης, ή μιας κίνησης- σε τρία μιλιούνια για να κάνουν να χορτάσει ένα λιμασμένο πλήθος. Ο συγγραφέας προτίμησε να δώσει στη δραματική του παραβολή το ζωηρό ρυθμό μιας χαριτωμένης γυναίκας του λαού. Κι έτσι μέσα σ` ολάκερο το έργο ανασαίνει κι αχτιδοβολάει αυτό το ποιητικό πλάσμα που ο συγγραφέας το έντυσε με τα ρούχα της Μπαλωματούς και το σφράγισε με τη βούλα της λαϊκιάς μαντινάδας και του παραμυθιού. Κι αν λάχει και παραξενευτεί με δαύτη το κοινό, κι αν του φανεί κομμάτι άγρια και σε τρόπους ασυμμάζωχτη, είναι γιατί πάντα της πολεμάει. Πολεμάει, που λέει ο λόγος, με την πραγματικότητα που την τριγυρίζει, μα πολεμάει και με τη φαντασία της, σαν γίνει κι αυτή πραγματικότητα. (Ακούγονται οι κραυγές της Μπαλωματούς: Θέλω να βγω στη σκηνή! Ακούς; Έρχομαι!) - Μη βιάζεσαι και τόσο να βγεις. Δεν πρόκειται να βάλεις φουστάνι με μακριά ουρά και φτερά στο κεφάλι - μα ένα ρούχο μπαλωμένο, ρούχο Μπαλωματούς. (Φωνή της Μπαλωματούς: Θέλω να βγω!) Ησυχία. (Ανοίγει η αυλαία και παρουσιάζεται το σκηνικό μισοφωτισμένο.) Έτσι ξημερώνει κάθε μέρα στις πολιτείες και οι άνθρωποι ξυπνούν απ` το συνηθισμένο τους κόσμο των ονείρων για να βγουν στο παζάρι - όπως θα βγεις και συ τώρα στη σκηνή, θαυμαστή Μπαλωματούλα. (Το φως δυναμώνει.) Αρχίζαμε την ώρα που γυρίζεις σπίτι σου μέσ` από καλντερίμι... (Ακούγονται φωνές που καβγαδίζουν. Στο κοινό.) Καλησπέρα σας. (Βγάζει το καπέλο του που φωτίζεται από μέσα από `να πράσινο φως, το γέρνει και κάνει να ξεπηδήσει ένα σιντριβάνι. Ο συγγραφέας κοιτάζει λίγο σαστισμένος το κοινό και φεύγει οπισθοχωρώντας με βλέμμα γεμάτο ειρωνεία.) - Με συγχωρείτε.