Η πρώτη λέξη έμοιαζε με κλειδί που γυρνάει σε σκουριασμένη κλειδωνιά. Η δεύτερη θύμιζε άλογο που καλπάζει σε λιβάδι με τετράφυλλα τριφύλλια. Και η τρίτη λέξη αντήχησε σαν πυροτέχνημα σε ουρανό γεμάτο ουράνια τόξα! Με την τρίτη λέξη η πόρτα του παλαιοπωλείου άνοιξε αργά αργά αφήνοντας μια σκοτεινή χαραμάδα. Η Χριστίνα γλίστρησε από το άνοιγμα και βγήκε στον έρημο δρόμο... Έτσι αρχίζουν οι περιπέτειες της Χριστίνας, που ξυπνάει ένα βράδυ από τους ήχους μιας μαγικής λατέρνας και, κυνηγημένη από έναν ύπουλο εχθρό, αφήνει το παλιό και σκονισμένο της βιβλίο, αναζητώντας ένα άλλο, υπέροχο βιβλίο για να μείνει...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]