Η σύγχρονη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας χαρακτηρίζεται από την τάση να υιοθετεί ερμηνευτικές λύσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κάθε φορά που τίθενται ζητήματα εφαρμογής της ΕΣΔΑ, με ευθεία συχνά αναφορά σε αποφάσεις του ΕΔΔΑ.
Όταν, βέβαια, το ΣτΕ διαπιστώνει ότι η προστασία ανθρωπίνου δικαιώματος είναι πληρέστερη βάσει της εσωτερικής έννομης τάξης δεν διστάζει να μην εφαρμόσει την αντίστοιχη ρύθμιση της ΕΣΔΑ.
Εντούτοις, σε περιπτώσεις που διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας δεν προστατεύουν επαρκώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο προβαίνει σε μία σύμφωνη με την ΕΣΔΑ ερμηνεία των διατάξεων αυτών.
Ο Έλληνας δικαστής ως εφαρμοστής της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καλείται να προσαρμόσει το ελληνικό δίκαιο προς τις νεότερες τάσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται ο αριθμός των υποθέσεων που άγονται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Παράλληλα, επιτυγχάνεται η εναρμόνιση του ελληνικού δικαιϊκού συστήματος προς τις απαιτήσεις μιας ενιαίας έννομης τάξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μιας έννομης τάξης η οποία προτάσσει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως κύρια έκφραση της δημοκρατικής πορείας της Ευρώπης.