Βρισκόμαστε άραγε στα πρόθυρα μιας παγκόσμιας ανάφλεξης; Μετά από τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 των οποίων την ευθύνη ανέλαβε η Αλ Κάιντα, ο πρόεδρος Μπους κήρυξε έναν «πόλεμο δίχως τέλος» ενάντια στην τρομοκρατία και τις χώρες που αποτελούν τον «άξονα του Κακού». Πόλεμος που κατέληξε στην εισβολή στο Ιράκ και την κατάληψή του από τους Αμερικανούς. Διανοούμενοι της Αμερικής ύψωσαν έκτοτε τη φωνή τους απευθύνοντας εκκλήσεις προς την Ευρώπη. Εκκλήσεις όπου της ζητείται να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή, του «αντίβαρου», έτσι ώστε να αναχαιτίσει την στρατιωτική επιβολή των Ηνωμένων Πολιτειών, που έχει αρχίσει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, να αναθεωρηθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα των λαών και να αποφευχθεί η πόλωση που τείνει να επικρατήσει, δηλαδή ο διαχωρισμός - σε παγκόσμιο επίπεδο - ανάμεσα σε δύο «πολιτισμούς», εχθρικούς ο ένας προς τον άλλον, η οποία θα είναι οριστική και ανεπανόρθωτη. Οι ειδικοί απάντησαν στις εκκλήσεις αυτές, λέγοντας πως η ανισότητα ανάμεσα στην οικονομία της Ευρώπης και την αδυναμία της σε στρατιωτικό επίπεδο, καθιστά σχεδόν αδύνατη την επιρροή της στα παγκόσμια γεγονότα. Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, με αφετηρία τις θέσεις αυτές, δράττεται της ευκαιρίας για να θέσει επί τάπητος το πρόβλημα της συλλογικής ταυτότητας της Ευρώπης και της δύναμης που αυτή αποτελεί, ως σταθεροποιητικός παράγοντας σε παγκόσμιο επίπεδο. Προτείνει μια «αντι-στρατηγική» στην στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου η προτεραιότητα θα δοθεί στην δράση, παρά στην πολιτισμική ομοιογένεια και την συνταγματική μορφή της Ευρώπης, δίνοντας μια εναλλακτική λύση στο ρεύμα της «παγκοσμιοποίησης» που κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος. Διδασκόμενος από την ίδια την ιστορία της Ευρώπης (μέσα από τους πολέμους ανάμεσα στα έθνη της, τον αποικιοκρατικό της επεκτατισμό και την θεσμοθέτηση των συγκρούσεων), ο Ετιέν Μπαλιμπάρ προτείνει ορισμένες λύσεις: να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στο πρόβλημα της συλλογικής ασφάλειας παγκοσμίως, να επανέλθουμε στον ελεγχόμενο πυρηνικό αφοπλισμό των κρατών που διαθέτουν όπλα μαζικής καταστροφής, να στραφούμε προς μια «τοπική» πολιτική η οποία θα επικρατήσει της γενικής εκμετάλλευσης των «νέων μορφών πολέμου» και να φροντίσουμε έτσι ώστε να δομηθεί ένα σύνολο Μεσογειακών κρατών της Ευρώπης το οποίο θα αποτελέσει παράδειγμα για να μειωθούν τα «ρήγματα» του πολιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρώπη, δεν έχει προσδιορισμένα σύνορα, αντιθέτως, αποτελεί η ίδια ένα γεωπολιτικό σύνορο. Μπορεί να μην έχει μέλλον ως «υπερδύναμη», όμως, όπως άλλωστε και άλλες περιοχές στον κόσμο, έχει την δύναμη να μεσολαβήσει για να πάρουν τα πράγματα μια άλλη τροπή, έστω κι αν ο ρόλος της θα πρέπει να είναι αυτός του «αφανή μεσολαβητή».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]