«Η αίθουσα παραληρούσε κι άρχισαν να πετούν στον Μπιάνκο, που στεκόταν πάνω στη σκηνή, κουτάλια, ρολόγια, σιδερένιες ράβδους, σπασμένες πυξίδες. Ο Μπιάνκο έκανε να ορμήξει στον παλιάτσο, αλλά κάποιοι που ήταν πάνω στη σκηνή τον συγκράτησαν, ενώ εκείνη τη στιγμή ο παλιάτσος άρχισε να εμφανίζει απο το πουθενά περιστέρια, μπουκέτα λουλουδιών, ένα κουνέλι, μεταξωτές κορδέλες, χρωματιστά χαρτάκια που αιωρούνταν πάνω στη σκηνή, ενώ ταυτόχρονα φώναζε ασταμάτητα: `Είμαι θετικιστής! Είμαι θετικιστής!` με υπερβολικό πάθος -θα έλεγε κανείς ότι βρισκόταν σε ένα είδος έκστασης- και γυρνώντας πλησίασε τον Μπιάνκο μουρμουρίζοντας: `Έχω περάσει κι εγώ κάτι ανάλογο, αγαπητέ συνάδερφε. Πριν απο 20 χρόνια έκανα κι εγώ την ίδια απόπειρα η οποία, και για μένα επίσης, δεν είχε αίσιο τέλος`.».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]