Καθώς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διεκδικεί τον έλεγχο της θεμελιακότητας τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των εθνικών κανόνων δικαίου, στην ενωσιακή έννομη τάξη έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών διατάξεων με το ενωσιακό δίκαιο. Το σύστημα αυτό επιδρά στην οργάνωση, στην οριοθέτηση και στη λειτουργία του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων στο εθνικό δίκαιο.
Η παρούσα μελέτη, επιχειρώντας να συστηματοποιήσει αυτή την επίδραση, στοχεύει να δείξει ότι το ενωσιακό δίκαιο έχει συμβάλει σημαντικά και θα μπορούσε να συμβάλει περαιτέρω σε μία δικαιοκρατική μετεξέλιξη του εθνικού συνταγματικού κράτους. Εκτός από τις προσαρμογές που επιβάλλει στο εθνικό δίκαιο η άμεση και υποχρεωτική εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, η ίδια η εμπειρία τούτης της εφαρμογής γίνεται, για τις εθνικές αρχές και, ιδίως, για τον εθνικό δικαστή, πηγή ευρύτερου αναστοχασμού ενδεχόμενων κενών και ατελειών της εθνικής έννομης τάξης. Έτσι δρομολογούνται οικειοθελείς προσαρμογές του εθνικού δικαίου που ενισχύουν τις εγγυήσεις του Κράτους Δικαίου, ακόμη και εκτός του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης. Την ίδια στιγμή, όμως, ο λειτουργικός επικαθορισμός των κρατικών οργάνων και των επιμέρους αρμοδιοτήτων τους, προς τον σκοπό της αποτελεσματικής υλοποίησης των στόχων της Ένωσης, κλονίζει, σε μεγάλο βαθμό, την κανονιστική δύναμη του εθνικού Συντάγματος και τη συνοχή της εθνικής έννομης τάξης. Η δε βιωσιμότητα του παραδείγματος του συνταγματικού πλουραλισμού, που φαίνεται να επικρατεί μετά την αποτυχημένη απόπειρα τυπικής συνταγματοποίησης της Ένωσης, γεννά σοβαρές αμφιβολίες, ενόψει του γεγονότος ότι η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ ενωσιακού δικαίου και εθνικού Συντάγματος εντείνεται από τον εμπειρισμό που χαρακτηρίζει τις σχετικές ερμηνευτικές επιλογές του εθνικού δικαστή. Κατά τούτο, στο πλαίσιο ιδίως της εξελισσόμενης δημοσιονομικής κρίσης κρατών μελών της Ευρωζώνης, το ενωσιακό δίκαιο κινδυνεύει να περιπέσει σε παράγοντα συνταγματικής απορρύθμισης, εάν, τελικώς, δεν επιτευχθεί, ως αντιστάθμισμα, η συνοχή της όποιας συνταγματικής δομής προκύπτει από την ώσμωση μεταξύ της εθνικής και της ενωσιακής έννομης τάξης. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]