Είναι μια φθινοπωρινή μέρα σαν όλες τις άλλες. Ο Μάιλς Έιβερι πηγαίνει με το αυτοκίνητο τη γυναίκα του Τζάκλιν στο σταθμό του τρένου. Βρέχει, οι δρόμοι είναι μποτιλιαρισμένοι όπως πάντα, το ραδιόφωνο μεταδίδει τα τελευταία νέα. Δεν συζητάνε τίποτε σημαντικό, κανείς από τους δυο τους δεν φέρεται διαφορετικά απ’ ό,τι συνήθως. Στο σταθμό, η Τζάκλιν βγαίνει από το αυτοκίνητο, παίρνει το σακβουαγιάζ της και κατευθύνεται προς τις πλατφόρμες. Είναι η τελευταία φορά που τη βλέπει κανείς. . . Τρεις εβδομάδες μετά την εξαφάνιση, ο Μάιλς αποφασίζει να ειδοποιήσει την αστυνομία. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]