Αυτή εδώ η μελέτη έχει σκοπό να πραγματευτεί την έννοια «αγωνία» ψυχολογικά, έχοντας πάντα in mente [κατά νου] και κατάντικρύ της το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος. Κατά κάποιον τρόπο θα την απασχολήσει, αν και σιωπηλά, η έννοια «αμαρτία». Κι όμως η αμαρτία δεν προσφέρεται για ψυχολογικό ενδιαφέρον, κι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει πως αυτός που θέλει να την πραγματευτεί έτσι, αφήνεται να υπηρετεί έναν παρανοημένο αισθητισμό. Η αμαρτία έχει την καθορισμένη της θέση, ή μάλλον δεν έχει καμία θέση, γιατί αυτό ακριβώς είναι και ο ορισμός της. Κι αν την πραγματευτείς έξω απ’ την δικαιοδοσία της, την αλλοιώνεις, μιας και ρίχνεις πάνω της ένα φως που δεν την φωτίζει ουσιαστικά. Εκφυλίζεις την έννοια και ταυτόχρονα καταστρέφεις την ατμόσφαιρα, γιατί υπάρχει μια αλήθεια ατμόσφαιρας που αντιστοιχεί σε κάθε αλήθεια έννοιας, και αντί για μια αληθινή ατμόσφαιρα που θα διαρκέσει, προτιμάς την παροδική γοητεία ατμόσφαιρας ψεύτικης.
Αν λοιπόν τραβήξης την αμαρτία μέσα στην Αισθητική, θάχης ατμόσφαιρα επιπολαιότητας ή μελαγχολίας· γιατί η κατηγορία όπου ανήκει η αμαρτία είναι η αντίφαση, κ` η αντίφαση δεν μπορεί νάναι τίποτ` άλλο έξω από κωμική ή τραγική. Η ατμόσφαιρα λοιπόν της αμαρτίας αλλοιώνεται, γιατί η ατμόσφαιρα που αντιστοιχεί σ` αυτήν είναι η σοβαρότητα. Όμοια αλλοιώνεται και η έννοιά της· γιατί είτε κωμική είτε τραγική η αμαρτία μπορεί και τα δύο: και να διατηρηθή πραγματική και να καταργηθή μ` ένα ασήμαντο τέχνασμα· ενώ η έννοιά της την θέλει να υπερνικηθή. Στο βάθος η κωμικότητα και η τραγικότητα δεν έχουν εχθρό, έξω από ένα μπαμπούλα που μας κάνει να κλαίμε ή να γελάμε.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]