Ένα βιβλίο, για να είναι κανονικό βιβλίο, πρέπει ν` αρχίζει απ` το μηδέν και να καταλήγει στο μηδέν: έτσι γίνεται ολοκληρωμένο και αυτοτελές εφόσον δεν αφήνει δικό του τίποτε πίσω και τίποτε εμπρός.
Αυτό εδώ το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο κανονικό: δεν αρχίζει απ` το μηδέν, αρχίζει απ` το πολυάριθμο, καταλήγει όμως σ` ένα άλλου είδους μηδέν, αρχίζει κλειστό και τελειώνει ανοιχτό, αρχίζει πλήρες και καταλήγει άδειο: αυτό το ανοιχτό και άδειο είναι το δικό του μηδέν, κι αυτό το μηδέν είναι η πραγματική αρχή του.
Το βιβλίο αυτό αρχίζει εκεί όπου τελειώνει. Στο τέλος του είναι η αρχή του, όχι όμως μία αρχή που προϋπήρξε, δεν έχουμε δηλαδή μία επάνοδο στην αρχή ή μία επανάληψη αρχής, αλλά μία νέα, ανέκδοτη αρχή, μία αρχή προπαντός άγνωστη, μη προβλέψιμη και μη προδιαγεγραμμένη.
Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, διαβάζεται προκειμένου ν` αρχίσει να διαβάζεται αφού ήδη έχει διαβαστεί, έτσι, ο αναγνώστης αφήνει πίσω του ό,τι τον έκανε να πιστέψει, ως την ύστατη σελίδα, πως ήταν αναγνώστης μιας γραφής την οποία του παρέδωσε ο συγγραφέας της για ν` αρχίσει την ανάγνωσή της και να την τελειώσει, κι αρχίζει την ανάγνωσή της αφού την έχει πια τελειώσει.
Επομένως, η πραγματική ανάγνωση αυτού του βιβλίου, όπως κι η πραγματική γραφή του, ξεκινάει εκεί όπου ο συγγραφέας έχει γράψει ό,τι έχει γράψει, κι όπου ο αναγνώστης δεν έχει πια τίποτε άλλο να διαβάσει, κι αφήνονται ο πρώτος στο άγραφο κι ο δεύτερος στο ανάγνωστο.
Έτσι μόνο βρίσκει αυτό το βιβλίο την ολοκλήρωση και την αυτοτέλειά του.
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]