Η ιστορία της Νεότερης Τέχνης στην Ελλάδα έχει διανύσει μέχρι σήμερα μια πορεία τριών περίπου αιώνων, από τα μέσα δηλαδή του 18ου αιώνα και μετά. Σύμφωνα με τους περισσότερους μελετητές ο 18ος αιώνας είναι εκείνος που επέφερε τις αλλαγές στα Επτάνησα αρχικά, που ως βενετοκρατούμενες περιοχές δέχτηκαν σε ευρεία κλίμακα τις αναγεννησιακού τύπου εικαστικές αλλαγές, οι οποίες προοδευτικά μεταλαμπαδεύτηκαν και στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο. Η αναζήτηση ωστόσο των αφετηριών της Νεοελληνικής Τέχνης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Γι` αυτό άλλωστε παρατηρούνται σοβαρές αποκλίσεις στον καθορισμό των ορίων της από τους Έλληνες ιστορικούς της τέχνης. Αν αποδεχτούμε ως θεμελιώδεις αρχές εκείνες που καθορίζουν το είδος των μεταβολών (όπως η εκκοσμίκευση της θρησκευτικής τέχνης, η αλλαγή της τεχνοτροπίας προς την κατεύθυνση μιας τέχνης αναγεννησιακού τύπου με μορφές που βασίζονται στην ορθή ανατομία, στο σκιοφωτισμό και στην προοπτική αλλά και στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας με σύγχρονο και επίκαιρο πολλές φορές χαρακτήρα), η Νεοελληνική Τέχνη τοποθετείται σε μια περίοδο όπου παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές στον τρόπο πρόσληψης της οπτικής πραγματικότητας με βάση τις νέες και τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη σημασία και το νόημα της εικόνας. Οι λόγοι και οι αιτίες των μεταβολών αυτών - τους οποίους άλλωστε και ο συγγραφέας αυτής της μελέτης αποδέχεται - μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: ο 18ος είναι ο αιώνας της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης - που αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη δημιουργία της έννοιας του «Νεοέλληνα» - και της οικονομικής ανόρθωσης του υπόδουλου γένους, η οποία προωθείται από τις ισχυρές κοινότητες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό· είναι ο αιώνας που επέφερε το δυτικό προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά η Τέχνη αποκτά κοσμικό χαρακτήρα και οι παραστάσεις γίνονται ολοένα και πιο ρεαλιστικές. Αυτονόητο είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση θα επιταχύνει αυτή την εξέλιξη, ενώνοντας τις γεωγραφικές περιοχές και συνδυάζοντας διάφορα εικαστικά είδη δυτικής και ανατολικής προέλευσης, τη λαϊκή και τη θρησκευτική τέχνη, σε μια γλώσσα που με τον καιρό θα καταστεί η «κοινή» γλώσσα των καλλιτεχνών για βασικά σημεία (όπως το θέμα, η τεχνοτροπία και το νόημα), που είχε ως αποτέλεσμα να προσελκύσει το ευρύτερο ελληνικό κοινό. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]