Ήταν ένα καυτό απομεσήμερο του 1920, -με τον ανελέητο ήλιο του Ιουλίου να πυρακτώνει την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, που τότε ακόμα λεγόταν Κηφισίας. Ο Ίων Δραγούμης προχωρούσε μπρος από το εκτελεστικό απόσπασμα, ακούγοντας πίσω του τις βαριές αρβύλες των 8 στρατιωτών που τον συνόδευαν. «Σε πειράζει να σου δέσουμε να χέρια;» τον είχε ρωτήσει ένας λοχίας μισή ώρα πριν, όταν τον είχαν συλλάβει οι άντρες του Παύλου Γύπαρη στους Αμπελόκηπους. Ο Δραγούμης δεν είχε απαντήσει. Ήξερε ότι σε 5 ή 10 λεπτά θα πέθαινε -τι ωφελεί να περνάς απ` τον έναν κόσμο στον άλλο με τα χέρια λυτά ή δεμένα; Τώρα ο ίδιος αυτός λοχίας προχωρούσε δεξιά του, με το πιστόλι στο χέρι, οδηγώντας το απόσπασμα· 8 αμούστακα παιδιά που ανήκαν στο τάγμα ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη και που σε λίγο θα έκοβαν το νήμα της ζωής του. «Θα σε πάμε στο Φρουραρχείο!» του είχε πει κάποιος την ώρα που ξεκινούσαν απ` τη βίλα του Θων, όπου ήταν το τάγμα του Γύπαρη, αλλά ο Δραγούμης ήξερε ότι θα πέθαινε. Ήξερε καλά τη μυρωδιά του θανάτου, από τα 19 του χρόνια που την είχε γευτεί σαν εθελοντής στον πόλεμο του `97. «Ήταν χλομός αλλά ήρεμος», θα θυμόταν μετά ένας από τους στρατιώτες του αποσπάσματος. «Ωστόσο, δεν μίλησε· δεν έλεγε λέξη. Ως το τέλος δεν ακούσαμε τη μιλιά του».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]