Το πρόσωπο του Αλή πασά σκοτεινιάζει διαβάζοντας ένα γράμμα ποτισμένο με μίσος. Η εκδίκηση φουντώνει τη δόλια ψυχή του και κατατρώει τα σωθικά του. Το βλέμμα του, κοφτερό σαν ατσάλινη λάμα, φανερώνει ένα άγριο θεριό διψασμένο για θανατικό. Ο δημόσιος διασυρμός της μάνας του και της αδελφής του δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητος. Η παγωμένη πνοή του θανάτου αγγίζει ακόμη και τη λυγερόκορμη Βασιλική· ίσως τη μοναδική Ελληνίδα που με τη μαλαματένια ματιά της κατευνάζει τη στυγερότητα του πασά. Οι κατάρες των δύο ατιμασμένων γυναικών, όμως, αντηχούν στα φαράγγια και σπέρνουν τον όλεθρο. Από τους πανύψηλους γκρεμούς ακούγεται σαν χείμαρρος ο θρήνος για τους αδικοχαμένους, καθώς τα σώματά τους συντρίβονται στην άβυσσο. Ο Αλή πασάς βάφει με αίμα ένα ολόκληρο χωριό και η Ιστορία καταγράφει άλλη μια θηριωδία στην ορεινή Ήπειρο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]