Στη διαμάχη ή στη διαλεκτική μοντέρνου-μετα-μοντέρνου, και τα δύο μέρη έχουν δίκιο. Η περίπτωση δεν επιδέχεται κρίση οριστική, τα επιχειρήματα και τα γλωσσικά παιχνίδια που αντιτάσσουν και οι δύο πλευρές είναι ασύμπτωτα και άδοξα, σαν αγγελίες μαντατοφόρων που μιλούν για μια νεφέλη, η διαφορά που εκκρεμεί δεν εκφράζεται, το διακυβευόμενο μαρτυρά ότι η μαρτυρία είναι αδύνατη, δεν υπάρχει θεμελίωση, γιατί ποτέ δεν έχουμε θεμελίωση. Τι άραγε θα πρέπει να κριθεί; Τι κρίνεται όταν `το κρίνειν είναι αυτό εδώ`;
Να υποθέσουμε ότι μοντέρνο και μετα-μοντέρνο εξομοιώνονται; Ότι το μετα-μοντέρνο βρίσκεται παράδοξα στην καρδιά της νεοτερικότητας, όταν ο Mallarme εξαγγέλει την κρίση και την κρίση της, προτρέποντάς μας να κρίνουμε το `πολύ μοντέρνο γούστο`; Να σκεφθούμε ότι η επανασύλληψη της αλήθειας θα γίνει μέσα στο φευγαλέο και την εμπειρία του, δηλαδή σε ό,τι δεν μπορεί να αναπαρασταθεί; Ότι το ερώτημα του κατά πόσο η νεοτερικότητα είναι `συνέχεια` του Διαφωτισμού δεν ισχύει και ότι η περιώνυμη διαμάχη ξαναπιάνει τον παλιό δόλο των θεών, δόλο μιας φιλοσοφίας της συνείδησης ενός ανθρώπου στη θέση του θεού; Αντιμετωπίζουμε εδώ την πανουργία του Λόγου και της Ιστορίας; Βρισκόμαστε σ` ένα εγελιανό αδιέξοδο όπου οι δύο όροι της `αντίθεσης` λαμβανόμενοι καθ` εαυτοί δικαιώνονται, οδηγούμενοι. Ωστόσο, `στον ίδιο βαθμό σε σφάλμα`, αφήνοντας -όπως στην τραγωδία- τη διαμάχη ανοικτή; Και η διαμάχη, αυτός ο λόγος αλλά και αυτή η διαδρομή (discursus) ανάμεσα στην νεοτερικότητα και τον εαυτό της (το μετά-μοντέρνο), δεν είναι ο σκοπός (και τέλος) της φιλοσοφίας σήμερα, ως προς το σήμερα για το οποίο η φιλοσοφία αξίζει να υπάρχει;
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]