`Η διαθήκη μου`:
Ρωτάς -;-
Τώρα ρωτάς -;-
Έναν αιώνα που άργησα
να φύγω -;-
Έναν αιώνα που μάτωνα
που ήσουν -;-
Εγώ χαμήλωνα τους ίσκιους
πιο έντονα να φαίνεται
που έβραζε το αίμα
Εγώ βουτούσα την πυγμή
στου άνεμου το πιόμα
κι έξω απ` τις πόρτες των θεών
σεργιάνιζα
κρατώντας τσίλιες
στα χέρια μου
ν` αρπάξουν τη φωτιά τους...
Ρωτάς για `μένα -;-
Να με γροικάς σαν το πουλί
στου ανέμου την αντάρα
και σαν αρμύρα
στα χείλη σου
θαλασσινή
Κι αφού ρωτάς
και θέλεις να θυμάσαι...
θυμήσου με σα δειλινό
που γέρνει στο κορμί σου
Φλεγόμενο να με θυμάσαι
να σου ζεσταίνω την κάμαρη
και να σου σπέρνω όνειρα
Ένα καΐκι να θυμάσαι
στ` ανοιχτά των νερών
[. . .]