Η κυρα - Ψιψώ με τα ψηλοτάκουνα, την κίτρινη τσάντα και την ομπρέλα, προχωρεί βιαστικά - βιαστικά για το κομμωτήριο. Τα πόδια της πονούσαν, η κίτρινη τσάντα μάζεψε όλα τα κουνούπια της γειτονιάς και η ομπρέλα από την κούραση έγερνε προς τα μπρος με τέτοιο τρόπο, που η κυρα - Ψιψώ να μη βλέπει που πάει, με αποτέλεσμα να πατήσει σε μια λακούβα με νερό που είχαν φτιάξει τα παιδάκια της κυρα - Χήνας. - Τι ταλαιπωρία κι αυτή σήμερα... Μονολογούσε. Επιτέλους, φτάνει στο κομμωτήριο και χτυπά το κουδούνι... Περιμένει...