Η Γιόλα ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου ένα καλοκαιριάτικο βράδυ. Στην αρχή μου φάνηκε σαν το κοριτσάκι της διπλανής αυλής, μόνο που τώρα ξέρω πως τίποτα δεν μπορεί να της μοιάζει, γιατί κι εκείνη δεν έμοιαζε με κανένα. Μ’ έμαθε να βλέπω πέρα απ’ τον εαυτό μου και μέσα σ’ αυτόν. Μπαίναμε στο ίδιο όνειρο και ταξιδεύαμε στα «χαμένα καράβια», ακολουθώντας το δρόμο που πάνε τα σύννεφα και τα πουλιά. Ακούγαμε τι λένε τα βότσαλα και τα κοχύλια στην αμμουδιά, ξεχωρίζαμε τις αλήθειες απ’ τα ψέματα. Στην κάψα του καλοκαιριού στολίζαμε τα μαλλιά μας μ’ αστερένια ανθάκια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]