Εκείνο το πρωινό ξύπνησα, όπως κάθε μέρα, για να πάω στο σχολείο μου, αλλά δεν μπορούσα να βγω έξω από την πόρτα. Έβρεχε... Και μάλιστα, δε θα το πιστέψετε, έβρεχε... αστεράκια!
Χιλιάδες, αμέτρητα, εκατομμύρια αστεράκια έπεφταν από τον ουρανό. Είχαν κατακλύσει την πόλη, τις καμινάδες των σπιτιών, τις αυλές, τους δρόμους, τη μεγάλη εκκλησία και φυσικά το σχολείο μας.
Αλήθεια, γιατί έπεφταν; Θα ξανάβγαιναν στον ουρανό; Θα μπορούσα, άραγε, να κρατήσω ένα δικό μου αστέρι; Μήπως έκρυβαν μέσα τους ανθρωπάκια;
Το πιο σπουδαίο όμως... Θα μπορούσα να κάνω ευχές και να πραγματοποιηθούν;
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]