Το μυαλό μου δεν σταμάτησε ποτές να "δουλεύει" και να παίρνει στροφές. Και το χέρι ( -από κοντά) σημείωνε, στο όποιο χαρτί έβρισκε πρόχειρο μπορστά του, ό,τι δεν έπρεπε να ξεχαστεί, γιατί ήτανε σχετικό με την επαγγελματική μου απασχόληση. Κι όπως δηλ. ο νους μου ( -και όλη μου η ψυχή) ήταν πάντα ( -και πιο πολύ) για την αρχιτεκτονική, μαζί και για ό,τι άλλο μπορούσε να έχει κάποια σχέση μαζί της. Κι οπότε, όπου κι αν βρισκόμουν, ακόμη και όταν σκαρφάλωνα σε κάποιο βουνό, ή όταν έκανα κάποιο μακροβούτι στη θάλασσα ( -κι ας μοιάζει αυτή η δεύτερη περίπτωση κάπως παράξενη...), έπρεπε να έχω μαζί μου ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι. Και που τα δύο αυτά "σύνεργα" τα έβαζα και στο προσκέφαλό μου όταν πήγαινα τις νύχτες για ύπνο. Γιατί τότες ήτανε, δα, που μου έρχονταν... οι εμπνεύσεις. Που να μην μπορεί να με πάρει ο ύπνος. Κι όταν, ακόμα, κάποιες φορές ξύπναγα μέσα στα άγρια μεσάνυχτα με κάποιαν "ιδέα", που έπρεπε να τηνε καταγράψω, αν δεν την... ακινητοποιούσα στο χαρτί μου. Κάτι που με τον καιρό νόμισα πως θα μπορούσα να το αποφεύγω. Γιατί είχα πιστέψει πως ό,τι το αξιόλογο περάσει σε κάποια στιγμή από το νου, θα ξανάρθει κάποτες πάλι κι ας μην το έχω καταγράψει. Και που αυτό συμβαίνει, βέβαια, συχνά. Όμως, κάποιος μικρός διάβολος με έκανε να... αλλαξοπιστήσω. Και για να διερωτηθώ: - μετά από πόσον καιρό θα ξανάρθει ό,τι άφησα... να μου φύγει; Κι όταν πρόσεξα δηλ. πως καμιά φορά δεν ξανάρχεται η "ιδέα", η "σκέψη", ο "στοχασμός" που δεν σημειώθηκε, σε κάποιο χαρτί, τη στιγμή που πρόβαλε κάπως πηγαία και με τη δροσιά της κάποιας φρεσκάδας. Κι οπότε, η μόνη λύση ήτανε το σημειωματάριο και το μολύβι... όπου κι αν θα βρισκόμουνα, ακόμα και εκεί που πήγαινα... για να μην κοιμηθώ, έτσι όπως με ταλανίζανε και κάποιες νυχτερινές οδοιπορίες.