Η απολογία της εκκλησίας για τη διδασκαλία και τη ζωή της, αλλά και τη συμπεριφορά των πιστών της μέσα στον κόσμο, είχε αποβεί αναγκαία και αποτέλεσε από την αρχαία ήδη εποχή το ιδιαίτερο έργο της, που διαμορφώθηκε με τον καιρό σε μόνιμο θεσμό και διατηρείται μέχρι σήμερα. Η απολογία αυτή χρειάσθηκε στην πρώτη της φάση ως συμπλήρωμα ή επεξήγηση της διδασκαλίας της εκκλησίας, λόγω της φύσεως και της προελεύσεώς της.
Η δυσκολία ιδιαίτερα των μαθητών του Κυρίου να κατανοήσουν τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού προκαλούσε τις συχνές ερωτήσεις προς αυτόν και δινόταν η απάντηση του διδασκάλου για την απαλλαγή τους από τις παρανοήσεις των λόγων του. Υπήρχε όμως και η διάθεση των Ιουδαίων να μειώσουν την αξία της διδασκαλίας αυτής με ερωτήσεις και απορίες σκόπιμες, δημοσία υποβαλλόμενες για να την κατηγορήσουν ως δυσνόητη.
Αργότερα στη ζωή της εκκλησίας, μετά τις κατηγορίες αυτές, ήρθαν και οι συκοφαντίες των Ιουδαίων και των εθνικών και οι παρανοήσεις και παρερμηνείες των νοημάτων του ι. ευαγγελίου. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η απολογία της εκκλησίας έγινε το μόνιμο έργο της και εξελίχθηκε ανεπίσημα και επίσημα σε τρόπο εκφράσεως, συμπληρωματικό της όλης χριστιανικής αλήθειας. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο της εισαγωγής της έκδοσης]