Η Αλίκη είχε αρχίσει να βαριέται. Καθόταν στην όχθη του ποταμού δίπλα στην αδελφή της χωρίς να κάνει τίποτε. Μια δυο φορές προσπάθησε να κοιτάξει το βιβλίο που διάβαζε η αδελφή της, αλλά δεν είχε μέσα ούτε εικόνες ούτε διαλόγους. `Μμ, τι να το κάνεις ένα βιβλίο χωρίς εικόνες και διαλόγους;` σκέφτηκε. Αναρωτήθηκε αν άξιζε τον κόπο να πάει να μαζέψει μαργαρίτες και να φτιάξει μ` αυτές μια γιρλάντα, μα η ζέστη της έφερνε νύστα και την έκανε να νιώθει κούραση. Ξάφνου είδε να πετιέται μπροστά της ένα άσπρο κουνέλι με κόκκινα ματάκια.
Ήταν ένα πολύ συνηθισμένο κουνέλι, δεν είχε τίποτε το αξιοπερίεργο πάνω του, κι η Αλίκη δεν θα έδινε καμιά σημασία αν δεν το άκουγε να μουρμουρίζει με ανθρώπινη μιλιά: `Χριστέ μου! Χριστούλη μου! Θ` αργήσω!`. (Όταν το ξανασκέφτηκε αργότερα, διαπίστωσε ότι ήταν πολύ παράδοξο αυτό που αντίκρισε, μα εκείνη τη στιγμή της φάνηκε απόλυτα φυσικό.) Μόλις είδε το κουνέλι να βγάζει ένα ρολόι από το τσεπάκι του γιλέκου του, να του ρίχνει μια ματιά κι ύστερα να προχωρεί με βιάση, η Αλίκη σηκώθηκε. Πρώτη φορά έβλεπε κουνέλι να φοράει γιλέκο και ρολόι. Γεμάτη περιέργεια, έτρεξε στο λιβάδι ξωπίσω απ` το κουνέλι και ίσα που το πρόλαβε τη στιγμή που χωνόταν σε μια μεγάλη κουνελότρυπα κάτω από το φράχτη. Η Αλίκη έσκυψε κάτω από το φράχτη και χώθηκε στην τρύπα, δίχως να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα έβγαινε από κει μέσα. [...]