"Προχωρώ σκυφτός με τα χέρια στις τσέπες και το στήθος βαρύ σαν μολύβι. Κανένα θόρυβο δεν ακούω, ούτε καν των βημάτων μου στο βρεγμένο χώμα. Μόνο ανεπαίσθητους συριγμούς από τα κλαράκια των θάμνων που τινάζονται νευρικά στο πέρασμά μου, ενοχλημένα από το άγγιγμα των ποδιών μου. Προχωρώ μέσα στο σκοτεινό άλσος, αδιάφορος για την κατεύθυνση, για τον προσανατολισμό για τη διέξοδο. Προχωρώ. Βαδίζω ώρες ατέλειωτες, σ` ένα άλσος τόσο δα, χωρίς να φτάνω σε ξέφωτο, χωρίς να βλέπω άκρη, χωρίς να νοιάζομαι για άκρη. Κι ο ουρανός απειλεί και μένει άπραγος, λες και τον παγώνει η περιέργεια για το μοναχικό πλάνητα..."