`Η αφήγηση του Θεόφιλου Γούδα`:
Θ` αρχίσω απ` το βράδι εκείνο: παραμονή της Πρωτοχρονιάς, το 1920 έτος.
Έπεφτε χιόνι κι ήμουν ανάσκελα στο κρεβάτι· σκεπασμένος με τα σκεπάσματα της Αλεξάντρας. Στη γυναίκα μου είχα πει πως θα ξενύχταγα στου Σάλτα· στο πανδοχείο, παίζοντας χαρτιά. Ήταν δυό μέρες που χιόνιζε συνέχεια. Τα `χε σκεπάσει όλα.
Ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι έβλεπα την Αλεξάντρα πίσω απ` το τζαμωτό. Έριχνε στο κορμί της νερά ζεστά που άχνιζαν. Την κοίταγα και είχα κατά νου να σηκωθώ, όπου να `ναι, και να τραβήξω για το σπίτι, αλλά ο ύπνος μ` έπαιρνε και βάραινα. Σε βύθος μέσα βρισκόμουν, όταν, άξαφνα, ένιωσα εκείνο το σπάσιμο.
Ένα σιγανό κρακ, ψηλά στο στέρνο, σα να `χα, λέει, εκεί μπροστά, μια κόπιτσα που ξεθηλήκωσε μεμιάς, κι άνοιξε απότομα το μέσα μου, όλο. Άνοιξε, κι ένα παράξενο λίγωμα μου ΄λιωσε τους αρμούς. [...]