Η Χαρά, καθώς βλέπει την κόρη της γυναίκα πια, αποφασίζει να της διηγηθεί τα γεγονότα της χρονιάς εκείνης που άλλαξαν τη ζωή της. Η καρδιά της την οδηγεί να πετάξει τη μάσκα της «μαμάς», γιατί νιώθει την ανάγκη να την προστατεύσει από τη θλίψη που γεννιέται μέσα σε γυναίκες υποταγμένες σε ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα, κοινωνικά μοντέλα και κανόνες, που σου παραμορφώνουν το νου και σου στεγνώνουν την καρδιά. Θέλει να την κάνει να νιώσει πόσο σημαντικό είναι να ανακαλύψει κανείς την αλήθεια που κάνει τους ανθρώπους να ‘χουν «ζωή σαν κρύσταλλο». (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]