«ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΕΩ»:
Αγνοώ το σκοτάδι σαν υπόθεση εργασίας ζωής
όπως και εφόσον κι εκείνο με αγνοεί
κι ενώ πολύ καλά γνωρίζω τις προθέσεις του
και τις στρατηγικές του,
το αγνοώ όπως τους καημένους που περιμένουν
έξω από τα κοινά αποχωρητήρια του κόσμου
και γλείφουν τα χείλη τους
αγαπώ την άλλη πλευρά του κόσμου όπου
οι στρατιές είναι γυμνές και κρατούν ξίφη ή μαχαίρια
απέναντί μου. Μάχομαι αυτό το ένα
να το κάνω πολλά,
τον εαυτό μου να κρατήσω ακέραιο, εσένα
ν` αφήσω ήσυχο, μαζί να τρώμε και χώρια να προσευχόμαστε.
Πιστεύω σε ένα θεό πατέρα παντοκράτορα
ποιητή ουρανού και γης ορατών τε πάντων και αοράτων
Ψάλλω μόνο για να μην κόψουν
τη φωνή μου τα πουλιά
που είναι ελεύθερα πριν πέσουν ανάμεσά μας.
Σφίγγω στην απαλάμη μου
το δαχτυλίδι που δε φόρεσα
την αγάπη που δεν αξιώθηκα να υπηρετήσω με κανένα
σύντροφο.
Σφίγγω το χέρι της ουτοπίας μου
και υποκλίνομαι μπροστά σε μίαν απρομελέτητη
φαντασίωση
ενώ να καταλάβω εννοώ τον πόνο μιας κατάρρευσης
του νου μου που έφτιαξε την αγάπη.