Υπάρχει όμως ακόμα και τούτη η πικρή αλήθεια... Τώρα έχει νυχτώσει... Τούτο το θέρος, εγγίζω το εβδομηκοστό έτος... Η φθορά, ο θάνατος... με ροκανίζουν ασταμάτητα... ο θάνατος ο μικρός, ο μέγας... ο απροσδιόριστος... ο αναγκαίος... Τώρα όμως νύχτωσε... Όπου νά `ναι, ο θάνατος θα έρθει να στεφανώσει τα γηρατειά μου... Θα έρθει να με πάρει... καθώς πήρε και τον Εμπεδοκλή... κι εμένα τον πλάνητα και τον εξόριστο από τους θεούς, που έδωσα πίστη στο έξαλλον νείκος... Ωστόσο, δε φοβάμαι... δε φοβάμοι το θάνατο... Μαντεύω πως ο θάνατος θα μου διδάξει το σωστό τρόπο να εννοήσω τον κόσμο και τη θέση μου σ` αυτόν... Μαντεύω πως ο θάνατος θα μου αποκαλύψει την αληθινή φύση του χώρου και του χρόνου... θα με βοηθήσει να φτάσω σε μια σαφή αντίληψη της αιωνιότητας και έτσι θα βρω τον τρόπο να συνδυάσω όλες τις στιγμές της ζωής μου έτσι όπως εγώ θέλω! Μαντεύω ότι ίσως θα περιβληθώ, έστω και φευγαλέα, το μανδύα της άπειρης διάνοιας... Αλήθεια λέω... Δε φοβάμαι το θάνατο! Το άθλιο σαρκίο μου μπορεί να τον φοβάται, εγώ όμως όχι! Σύντομα... πολύ σύντομα, θα ανακαλύψω ποιος είμαι! Σύντομα... πολύ σύντομα θα ανακαλύψω ποιο είναι το αληθινό, το άφθαρτο όνομά μου, στους καταλόγους της ιστορίας του σύμπαντος!
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]