ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙ κανέναν για την αποφυλάκισή του όταν έφτασε ξαφνικά στο χωριό. Πήγε στο σπίτι, αλλά η μάνα του δεν ήταν εκεί. Ένας γείτονας του είπε πως ήταν στα αλώνια όπου αλώνιζαν τα σιτάρια. Φόρεσε ρούχα της δουλειάς και τράβηξε λίγο πιο πάνω, στη ράχη του Βουνού, που ήταν τα αλώνια. Πράγματι η Δήμητρα ήταν εκεί και αλώνιζε. Μόλις τον είδε παράτησε τα τραβηχτά του αλόγου και έτρεξε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας. Σε λίγο πλησίασαν και τον καλωσόρισαν και οι υπόλοιποι χωριανοί που ήταν στα τριγύρω αλώνια. Έκατσε με τη μάνα του σ` ένα λιθάρι και τα είπανε για πολύ ώρα. Όση ώρα μιλούσανε την είχε πιάσει αγκαλιά από τους ώμους. Αφού τελειώσανε, τη χτύπησε στην πλάτη και της είπε να γυρίσει στο σπίτι να μαγειρέψει και να ξεκουραστεί. Προπαντός να ξεκουραστεί. Η Δήμητρα τράβηξε κατά το σπίτι. Ο Δημήτρης ρούφηξε μια γουλιά κρασί από την τσότρα, έλυσε από το στίγερο το άλογο και ανέβηκε στο ντουένι να συνεχίσει το αλώνισμα. Το άλογο άρχισε να φέρνει κύκλους στο αλώνι και εκείνος όρθιος πάνω στο ντουένι έβλεπε τον καρπό να γεμίζει το αλώνι και να λαμπυρίζει κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουνίου. Η ζωή μπήκε σε νέο δρόμο έτσι απλά και φυσικά. Άρχιζε ένα καινούριο κεφάλαιο στη ζωή του ίδιου και της μάνας του. Κανένας δεν ήξερε πώς θα ήταν η συνέχεια. Η υγεία της Δήμητρας από τα βάσανα είχε κλονιστεί βαριά. Ο Δημήτρης επέστρεφε, αλλά κανένας δεν ήξερε πώς θα ήταν τα πράγματα, θα τον άφηναν ήσυχο ή θα έβρισκαν τρόπο να τον στείλουν πάλι στη φυλακή; Το μέλλον φαινόταν αβέβαιο και σκοτεινό.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]