Να ζήσουμε ιπτάμενες ζωές, να κυλιστούμε στα χρώματα, να τρέξουμε προς τη θάλασσα, να ρουφήξουμε στιγμές, ν` αδειάσουμε από θλίψη, να λησμονήσουμε τον πόνο, να κάψουμε τις ενοχές, να πετάξουμε τα ρούχα μας, να σκίσουμε τα επαγγελματικά προσόντα και credits, να σηκώσουμε σημαία ολόλευκη και την άλλη στιγμή με παιδικά χρώματα να θάψουμε τα όπλα και τις τύψεις μας. Πότε πρόλαβες και μου τα είπες όλα αυτά με ένα μόνο βλέμμα; Χάθηκες πάλι. . . Κι εγώ που κατέβηκα στην Αθήνα με τα πόδια, με μια λάμψη του ιδανικού στα μάτια και δυο τεράστια χέρια μέχρι τον ουρανό να σε φυλάνε απ` τις βροχές. . . Κι έφτασα αποκαμωμένος, για να συναντήσω τις σιωπές και όλα τα ένοχα μικρά σου μυστικά. Πάντα φεύγεις. . . Δεν θα συναντηθούμε ποτέ. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]