(...) Βγήκα γρήγορα απ` το στρατόπεδο και πήρα το λεωφορείο μέχρι την πλατεία Κάνιγγος. Απ` εκεί ένα ταξί μ` άφησε κοντά στην πολυκατοικία που ήταν το διαμέρισμά της. Στάθηκα κάτω απ` το πλησιέστερο μπαλκόνι να μην βρέχομαι και κατασκόπευα την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας. Ρολόι δεν είχα στο χέρι μου, αλλά υπολογίζοντας την ώρα που έφυγα και τη διαδρομή που είχα κάνει, θα έπρεπε να ήταν εκεί γύρω στις οκτώ. Η γειτονιά έρημη σαν να μην κατοικούσαν άνθρωποι στα γύρω σπίτια. Απελπίστηκα! Ξαφνικά από το βάθος του δρόμου, που ξεκινάει η πάροδος της Πατησίων, ένα τζιπ ήρθε και στάθηκε δίπλα στην πολυκατοικία. `Καληνύχτα κι ευχαριστώ`, άκουσα τη φωνή της Ηλέκτρας, τη στιγμή που η πόρτα έκλεινε πίσω της και το τζιπ έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Λαχτάρησα ακούγοντας την! (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]