`ΑΝΑΜΟΝΗ`:
Ήμουν ο άξονας που στήριζε τα σταυρωμένα φύλλα: στη μια μεριά στροφαλοφόρος, κομμάτι ενός ριγμένου στα σκουπίδια μηχανήματος, στην άλλη η περασμένη αίσθηση σε μέρη λουσμένα από φώτα ρομαντικά. Ήμουν γυναίκα.
Δεν παραπονέθηκα για τους πόνους τους αρχαίους καθώς το φίδι γυρνούσε, ψυχή στον ουρανό έστελνε κι έφερνε μύρια καλά. Μόνο η σχέση που `φυγε, μ` ένωνε με παρελθόντα κρυμμένα, γιομάτα άπειρους πειρασμούς.
Στάθηκα στην πεδιάδα τυλιγμένη από το γιδοτόμαρο, την ώρα που σπαθιά άστραφταν με ήχους εκκωφαντικούς και το ατσάλι έτρεμε, στροβίλιζε και διψούσε να με χωρίσει στη μέση. Έτρεμα. Κρύο δεν ήταν μα `κείνη η παράξενη κακοδαιμονία σφυρηλατημένη στο δείλι και στο λυκόφως. Χάθηκα σε ατραπούς, που γνώριμοι μου φαίνονταν - μα πόση απόσταση ανάμεσα μας. Εκατόμβες θυμάτων αντίκρισα και μια ζεστασιά στις πατούσες με πλημμύριζε κι ανέβαινε, θα `λεγες, με ζύγιζε να βρει τι ζητούσα. Ήμουν άλλη μια, που στους δρόμους μεγάλωσε και το δρόμο της έψαχνε απελπισμένα.
Χλόη που πάνω σου κοιμήθηκα, όταν εκείνος ο κουρσάρος με κυρίευσε πρώτη φορά, εσύ μου `μεινες πιστή, γιατί μόνο εσύ άκουσες τα βογγητά μου. Πάθος κι ηδονή, συνεπαρμένα τα κορμιά και τώρα τι; Ποιος θα `ναι ο ακόλουθος, ο σύντροφος, που στα ονείρατά μου προσδοκούσα; Θάλλει ακόμα η νιότη μου ακμαία κι απ` έξω φωνές έρχονται και βουίζουν λέγοντας: `ο σύντροφος υπάρχει κι έρχεται`.