[...] Κάθισε στην άκρη της αποβάθρας. Τα πόδια του κρέμονταν πάνω από το νερό. Πίσω του, τα κτίρια της αποβάθρας 4 ύψωναν τη σκοτεινή γκρίζα σιλουέτα τους. Τα τελευταία φαντάσματα της πόλης. Ο Ζεράρ δεν ένιωθε νοσταλγία. Μόνο θλίψη. Και κούραση. Διαφορετικά τα όνειρα της πόλης, διαφορετικά τα δικά του. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε ξένος στο ίδιο του το σπίτι. Ξένος στις αποβάθρες. Και κατά συνέπεια ξένος στην ίδια τη ζωή του.
... Ο Ζεράρ βούτηξε στο νερό. Δεν ήξερε να κολυμπάει. Ποτέ δεν είχε μάθει. [...]