Έξω στο δρόμο οι άνθρωποι μοιάζουν με λίμνη. Νερένιοι,
υγροί. Θέλω να πλησιάσω· όμως το σπίτι, μαζί κι εγώ, όσο
πάμε και λιγοστεύουμε. Κάποτε, το σπίτι αυτό ήταν νησί. Μια
ατέλειωτη κόκκινη παραλία. Ένας λύκος μια φορά, μου `χε
χαρίσει το κέλυφος από ένα νεκρό σαλιγκάρι.
Οι άνθρωποι είναι λάθη. Ασύμμετρα όνειρα ευσεβών
πόθων. Διεκδικούν το αναλλοίωτο στις γωνίες των ματιών
μου. Ξεβράζουνε πίσσα και την προσφέρουν για θάλασσα.
Ολάνθιστη θάλασσα ξεχασμένων τοπίων. Σπυρί σπυρί
τσιμπούν τα κομμάτια μου. Διαμελίζουν αόρατα το γενετικό
υλικό μου. Όμως εγώ, για σένα γελάω. Κι η Νάξος που
αγάπησα, για σένα υπάρχει.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παραμύθι. Μια ιχνηλασία
φωτός που δεν ήθελε να απεκδυθεί. Εκείνο που της πρόσταζε
ο χρόνος. Αυτό που οι άνθρωποι δεν χωρούσαν. Κι έτσι από
τότε η αγάπη πάντα προδίδει την πατρίδα της.
Σχεδόν τέλεια. Σχεδόν εξ αμελείας.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]