Το τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα οι λευκοί κάτοικοι των βρετανικών αποικιών της Βορείου Αμερικής κλήθηκαν να σταθμίσουν, αφ` ενός, το κόστος που θα είχε η απαγκίστρωσή τους από ένα `σύστημα` εξουσίας και η σύγκρουσή τους με μια ισχυρή κυβέρνηση και, αφ` ετέρου, το αντίτιμο της υποταγής σ` αυτήν και της απώλειας των ελευθεριών τους. Σήμερα, γνωρίζοντας την απάντηση που έδωσαν στα διλήμματα της εποχής τους καθώς και τις συνθήκες που οδήγησαν στη συγκρότηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, η απόφαση που έλαβαν, να εγκαταλείψουν τη θαλπωρή αλλά και να απαλλαγούν από τον επικίνδυνο εναγκαλισμό μιας αυτοκρατορίας, φαίνεται δικαιωμένη.
Η μελέτη αυτή επιχειρεί να αναλύσει τη διαδικασία με την οποία επήλθαν βαθιές κοινωνικές ρήξεις και αλλαγές στις νοοτροπίες των ανθρώπων, την οποία συχνά περιγράφουμε ως `η Αμερικανική Επανάσταση`. Στο επίκεντρό της δέσποζαν ζητήματα που σήμερα έχουν τεθεί στο περιθώριο, όπως η άνιση αντιπροσώπευση ως αποτέλεσμα μη δημοκρατικών εκλογικών συστημάτων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την απόσταση που είμαστε υποχρεωμένοι να διανύσουμε για να επανακαθορίσουμε τα διακυβεύματα της πολιτικής. Οι κοινωνικές δυνάμεις που στήριξαν την Επανάσταση και, στη συνέχεια, διαχειρίστηκαν το νέο κράτος, δεν είχαν ούτε την ίδια προέλευση ούτε παρόμοιους στόχους.
Το ρήγμα, ωστόσο, που προκάλεσε η δράση των απλών ανθρώπων, ακόμη και όταν αυτοί υποχώρησαν υπό το βάρος των νέων δομών εκμετάλλευσης που διαμορφώθηκαν στις πρώην αποικίες, δεν έκλεισε με τη δημιουργία μιας νέας έννομης τάξης. Η εξουσία που συγκροτήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες όφειλε, έστω και τυπικά, να λογοδοτεί στον λαό που την εντέλλεται. Σε εποχές, πάντως, όπου συνειδητοποιείται η δυναμική της συλλογικής δράσης, οι πολίτες είναι πιθανό να μην αρκεστούν στους τύπους των πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά να προχωρήσουν και στην ουσία της πολιτικής διεκδίκησης.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]