Άλλοι ανθίζουν οτο νερό και πίνουν όσο θέλουν
κι οι άτυχοι στο βράχο διψούν και περιμένουν,
καθένας και μια ομορφιά
κι ο θάνατος για όλους,
άλλοι απ` το νερό που στέρεψε
κι άλλοι από την προσμονή του.
Έτσι, άθελά μου φύτρωσα
εκεί που η τύχη μ` έσπειρε,
όπως δεν άρμοζε, άνθισα,
στη δίψα και στη γύμνια
και στον ανθό μου πάνω
μαρμάρωσε η ψυχή μου στ` όνειρο
με τη "χτενισιά της θύελλας",
με μια "γεύση τρικυμίας στα χείλη",
"με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής".
Η ζωή μου
έφυγε, μαράθηκε, ξεράθηκε
κι έγινε σκόνη
μέσα από τις μυλόπετρες
του θέλω και του πρέπει
προσμένοντας τη λύτρωση
του τέλους.