Όμηρος
[Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΦΟΡΒΟΥ]
Στο στέρνο τόνε πέτυχε το δόρυ,
κι έγειρε και σωριάστηκε στη γη·
μούσκεψαν μες στο αίμα τα μαλλιά του
κι οι χρυσαφένιοι πλόκαμοί του κοκκινήσαν.
Σαν της ελιάς το τρυφερό βλαστάρι,
που θαλερό είναι το ξεπέταγμά του
καταμεσής στον κάμπο, όπου κυλούνε
νερά καθάρια και ολούθε το αεράκι
δροσίζει το λιβάδι το ανθισμένο,
και ξάφνου φτάνει η ανεμοχαλασιά
κι από το λάκκο του τραχιά το ξεριζώνει
και κοίτεται το φύτρο μαραμένο,
έτσι κι ο ωραίος Εύφορβος κοιτόταν,
γυμνός, δίχως την όμορφη στολή του
και δίχως τη λαμπρή του αρματωσιά.