Γνωρίζονταν χρόνια, αλλά ουδέποτε είχαν αφήσει τα μάτια τους ν’ ακουμπήσουν, όπως εκείνο το απόγευμα. Ήταν κυριολεκτικά η σύμπτωση που τους οδήγησε στο βιαιότερο πάθος που είχαν γνωρίσει στη ζωή τους. Το πάθος που πολύ γρήγορα έγινε ο σταυρός που έμελλε επί χρόνια να φέρουν. Γιατί εκείνη συζούσε ήδη από καιρό με άλλον άντρα και γιατί αυτός δεν εννοούσε να τη μοιράζεται με κανέναν. Μόνη τους ανάσα οι στιγμές που παραδίδονταν στον έρωτά τους, απομονωμένοι στη μοναξιά της κρεβατοκάμαρας. Τον έρωτά τους, που είχε ημερομηνία λήξης, φτάνει ο ένας από τους δύο να αποφάσιζε να βάλει με το χέρι του την οριστική τελεία.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]