Ήταν μια παγερή νύχτα του Γενάρη. Άστραφτε ο ουρανός και βροντοκοπούσε. Ο αγέρας λυσσομανούσε άγρια ξεσηκώνοντας τους πεινασμένους λύκους. Ήχοι διαπεραστικοί ξεχύνονταν από κάθε μεριά. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε στο δρόμο και το πανδοχείο ήταν άδειο και κλειστό. Περασμένα μεσάνυχτα ο πανδοχέας άκουσε να του χτυπούν επίμονα την πόρτα. `Ώρα να σου πετύχει...` μουρμούρησε νυσταγμένος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι απρόθυμα και, παραπατώντας, πήγε να δει ποιος μπορεί να ήταν`... Άραγε, ποιος να ήταν ο ταξιδιώτης που νύχτα ώρα έφτασε στο πανδοχείο, έμεινε για ένα μήνα και στο διάστημα αυτό άλλαξε η ζωή της οικογένειάς του; `Δάσκαλος, παραμυθάς, μάγος, σοφός ή μήπως...`. Από πού ερχόταν και που πήγαινε; Κανείς δεν το έμαθε ποτέ. Το πέρασμά του, ωστόσο, σημάδεψε κι ολόκληρη τη μικρή επαρχιακή πόλη και ταυτίστηκε με τη μοίρα της.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]