Ένα παιδί μεγαλώνει στη Λίμα, στο Περού, τη δεκαετία του `40. Είναι η χρυσή εποχή της Λατινικής Αμερικής όταν ο πόλεμος αυξάνει τη ζήτηση των προϊόντων της και οι γαιοκτήμονες και φεουδάρχες κάνουν χρυσές δουλειές. Σ` ένα ολιγαρχικό και αριστοκρατικό περιβάλλον όπου οι παρτίδες του γκολφ, τα κοκτέιλ και τα ταξίδια στο εξωτερικό είναι η πιο σημαντική ασχολία, ο μικρός Τζούλιους ανακαλύπτει, μέσα από το παλάτι των γονιών του, τον κόσμο. Ινδιάνοι υπηρέτες, μιγάδες νταντάδες, μαύροι σωφέρ, φτωχές πλύστρες ή μαγείρισσες τον περιτριγυρίζουν και του διηγούνται ιστορίες των Άνδεων και της ζούγκλας, ιστορίες των φτωχών. Οι καθολικές αμερικάνες καλόγριες του κολεγίου του του μαθαίνουν αγγλικά και τον εθνικό ύμνο των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γοητευτική κι αγγλοθρεμμένη μητέρα του, αιωνίως αφηρημένη, του μιλάει συχνά στην ίδια γλώσσα. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]